Αν το δει κάποιος σήμερα, μοιάζει αδιανόητο: Τα περισσότερα κράτη της γης αναγνωρίζουν ως κρατική οντότητα ένα σύνολο κτιρίων στη μέση της Ρώμης (παλάτι, εκκλησία και μουσείο) με την πλατεία και τους κήπους που τα περιβάλλουν. Αυτό είναι το Κράτος της Πόλης του Βατικανού, το πιο μικρό σε έκταση ανεξάρτητο κράτος του πλανήτη, λιγότερο από μισό τετραγωνικό χιλιόμετρο.
🔎Η ύπαρξη αυτού του κράτους, βέβαια, είναι απόλυτα συμβολική:
Θυμίζει σε όλους ότι ο πάπας, ο θρησκευτικός αρχηγός πάνω από 1,5
δισεκατομμυρίου ανθρώπων, έχει και κοσμική εξουσία. Κολοβωμένη μεν, αλλά
υπαρκτή, αναγνωρισμένη με διεθνείς συνθήκες και με ένα πανίσχυρο ρασοφορικό
διπλωματικό σώμα (το Βατικανό δεν έχει πρέσβεις, έχει νούντσιους).
🔎Μια ματιά στην ιστορία, όμως, θα μας πείσει ότι δεν ήταν
πάντα έτσι. Το Βατικανό είναι το ελάχιστο κομμάτι που απέμεινε από τα λεγόμενα «Κράτη
της Εκκλησίας» (Status Ecclesiasticus
στα λατινικά, την επίσημη γλώσσα του Βατικανού), ή Παπικά Κράτη, όπως τα
γνωρίζουμε οι Έλληνες κι είναι καταγεγραμμένα στους ιστορικούς μας χάρτες.
🔎Η ιστορία των Παπικών Κρατών, από την ίδρυση ως την εξαϋλωσή
τους και τη δημιουργία του Βατικανού, είναι πολύ… διδακτική. Περιλαμβάνει τα
πάντα: Απειλές, μηχανορραφίες, πονηριές, θρησκοληψία. Και φυσικά… φιλοδοξία. Τα
ακριβώς αντίθετα, δηλαδή, απ’ αυτά που δίδαξε ο Ιησούς Χριστός όσο περπάτησε
στη γη.
🔎Δεν τα μάθαμε αυτά στην ιστορία, οπότε δεν τα γνωρίζουμε.
Ποιος έχει συνειδητοποιήσει, δηλαδή, ότι μέχρι και πριν από 1,5 αιώνα, όχι στην
απώτερη αρχαιότητα, ο πάπας ήταν για πάνω από 1.000 χρόνια (!) κοσμικός κυρίαρχος
μιας περιοχής με έκταση το 1/3 της Ελλάδας; Και πώς… ξέπεσε να ελέγχει μόνο
μισό τετραγωνικό χιλιόμετρο;
🔎Ιδού, λοιπόν, τα γεγονότα. Από την αρχή.
🔎Ας ξεκινήσουμε με μερικά ψήγματα θεολογικής ιστορίας. Στην
ιστορία μάθαμε ότι ο διαχωρισμός των δύο εκκλησιών (Ανατολικής Ορθόδοξης και
Ρωμαιοκαθολικής) επισημοποιήθηκε με το σχίσμα το 1054. Οι διαφορές, όμως, που
δεν ήταν κυρίως θεολογικές, αλλά διοικητικές και πολιτικές, ξεκίνησαν από πολύ
νωρίτερα.
🔎Από το 313 μ.Χ. που ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγνώρισε τη
χριστιανική θρησκεία ως επίσημη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της έδωσε θεσμικό
ρόλο, ξεκίνησε μια άτυπη μάχη για την κουτάλα της εξουσίας, την οποία πια
επεδίωκε και το θρησκευτικό ιερατείο.
🔎Ως τότε η Ρώμη είχε πρωτεία που δεν αμφισβητούνταν, όμως η
μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη την κλόνισε.
Στην ουσία πια υπήρχαν δύο ισχυροί πόλοι. Με τον καιρό αναπτύχθηκαν και σημαντικές
θεολογικές διαφορές, οι οποίες οδήγησαν στο σχίσμα.
🔎Όσο οι δυτικοί προέτασαν το λεγόμενο «πρωτείο του Πέτρου»
(δηλαδή ότι η εκκλησία της Ρώμης δημιουργήθηκε από τον αγαπημένο μαθητή του
Ιησού, οπότε οι διάδοχοί του επίσκοποι Ρώμης είχαν θεόθεν εξουσία) και οι
ανατολικοί τη συνοδικότητα (ότι δηλαδή οι όποιες αποφάσεις έπρεπε να λαμβάνονται
συνολικά και όχι από έναν), τόσο βάθαινε το ρήγμα.
🔎Όσο ο επίσκοπος (και μετέπειτα πατριάρχης) Κωνσταντινούπολης
είχε δίπλα του τον αυτοκράτορα, τον οποίο έλεγχε ως έναν βαθμό, δεν είχε ανάγκη
απ’ αυτό που λέμε κοσμική εξουσία. Την ασκούσε δι’ αντιπροσώπου.
🔎Στη Ρώμη, όμως, ειδικά μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας (476 μ.Χ.) προέκυψε πραγματικό ζήτημα κοσμικής εξουσίας. Το οποίο
κάλυψε η εκκλησία. Η Ρώμη και κάποιες περιοχές της κεντρικής Ιταλίας τυπικά
ανήκαν στο Βυζάντιο (αναφέρουμε τον όρο για λόγους ευκολίας αντί της ανατολικής
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), όμως διοικούνταν απευθείας από τον πάπα.
🔎Στα μέσα του 8ου αιώνα (751 μ.Χ.) η πόλη της Ραβένας,
η έδρα του βυζαντινού έξαρχου, πέφτει στα χέρια των Λομβαρδών (τότε τους ονόμαζαν
Λογγομβάρδους), που κατέβαιναν από το βορρά με άγριες διαθέσεις. Και
απειλούσαν, βέβαια, να φτάσουν μέχρι τη Ρώμη και να καταλύσουν την εξουσία του
πάπα.
🔎Ο τότε πάπας Στέφανος Β’ βλέποντας ότι οι βυζαντινοί δεν
μπορούσαν να τον προστατέψουν, στράφηκε αποφασιστικά προς τη δύση. Ζήτησε τη
βοήθεια του Πιπίνου του Βραχύ (Pippinus Brevis),
του βασιλιά των Φράγκων και πρώτου της δυναστείας των Καρολιδών.
🔎Ο Πιπίνος μυρίστηκε πολλά οφέλη απ’ αυτή τη συμμαχία και δεν
έκανε λάθος. Με δύο εκστρατείες (754 και 756) κατά των Λοβδαρδών τους έκοψε τη
φόρα προς το νότο. Κι επειδή, όπως αναφέραμε, δεν υπήρχε καθαρή πολιτική
εξουσία τότε εκεί, βρέθηκε ξαφνικά με κάποιες εκτάσεις στην κεντρική Ιταλία που
δεν είχαν γεωγραφική σχέση με τα δικά του εδάφη.
🔎Έτσι προέκυψε η λεγόμενη Δωρεά του Πιπίνου. Ο οποίος
αποφάσισε να μεταβιβάσει τα εδάφη που κατέλαβε απευθείας στον πάπα. Με αντάλλαγμα
την παπική (άρα και θεϊκή) αναγνώριση της κυριαρχίας του στους Φράγκους.
🔎Εκτός από την περιοχή της Ρώμης (το Λάτιο), η Ρωμαιοκαθολική
εκκλησία βρέθηκε με μια έκταση σχεδόν 44.000 τ.χλμ. που περιλαμβάνει τις σημερινές
ιταλικές επαρχίες της Ούμπρια, της Μάρκε, της Ρομάνια και την λεγόμενη Κοιλάδα
του Τίβερη. Από το 756, λοιπόν, ιδρύθηκαν κι επισήμως τα Παπικά Κράτη.
🔎O συμβολισμός της συμμαχίας ολοκληρώθηκε το 800 μ.Χ. Ο γιος του
Πεπίνου, ο Κάρολος ο Μέγας (Carlo Magno,
ο Καρλομάγνος όπως τον έχουμε μάθει) στέφθηκε από τον πάπα Λέοντα Γ’
αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μια κίνηση που προκάλεσε θύελλα στο
Βυζάντιο και απέδειξε ότι η Ρώμη κοιτούσε πλέον οριστικά προς τη δύση και το
βορρά, όχι προς την ανατολή.
🔎Από τότε και στο εξής ο εκάστοτε ποντίφικας αντιμετωπιζόταν από
τους διάφορους βασιλιάδες, αυτοκράτορες, δούκες και πρίγκιπες της Ευρώπης και
ως ίσος προς ίσο (αφού κατείχε εδάφη), αλλά και ως ανώτερος λόγω της θρησκευτικής
εξουσίας. Όλοι επιζητούσαν την αποδοχή του για να κυβερνούν τους υπηκόους τους «ελέω
Θεού».
🔎Προφανώς αυτή η πνευματική εξουσία μπλέχτηκε τόσο πολύ με την
κοσμική, που οι πάπες ανακατεύονταν φανερά ή παρασκηνιακά σε όλες τις διαδοχές,
τους πολέμους, τις συγκρούσεις και τις μηχανορραφίες της Ευρώπης. Παράλληλα, όμως,
είχαν και προβλήματα να επιβάλουν την εξουσία τους στα δικά τους εδάφη.
🔎Το 1305 εξελέγη πάπας ο Κλήμης Ε’, με γαλλική καταγωγή,
μάλιστα από το νότο της Γαλλίας, κοντά στα σύνορα με τη σημερινή Ισπανία.
Φοβούμενος ακόμα και για τη ζωή του, δεν ήθελε να μεταβεί στη Ρώμη για να
κυβερνήσει. Και προτίμησε την Αβινιόν, μια πόλη που βρισκόταν υπό τη γερή
εξουσία της Γαλλίας. Από το 1309 ως το 1377 όλοι οι πάπες κυβέρνησαν από εκεί.
Ο πάπας Γρηγόριος ΙΑ’ επέστρεψε στη Ρώμη και ουσιαστικά εδραίωσε την εξουσία
του εκεί.
🔎Από το 1506 κιόλας τα Παπικά Κράτη απέκτησαν φρουρά. Ο πάπας
Ιούλιος Β’ ζήτησε από τα ελβετικά κρατίδια να του στείλουν στρατιώτες μισθοφόρους,
τόσο για την προσωπική του ασφάλεια, όσο και για την διοίκηση των εδαφών. Η σημερινή
φρουρά του Βατικανού μ τις φανταχτερές στολές έχει τις ρίζες της εκεί.
🔎Τα Παπικά Κράτη προφανώς περιβάλλονταν επί αιώνες έναν
θρησκευτικό μανδύα, αλλά δεν έμειναν στο απυρόβλητο. Δέχτηκαν κατά καιρούς πολλές
επιθέσεις, ειδικά όταν κυριαρχούσε η αίσθηση στην Ευρώπη ότι κάποιος πάπας
λειτουργούσε ως υποχείριο του ενός ή του άλλου κοσμικού άρχοντα.
🔎Για ένα μικρό διάστημα, από το 1798 ως το 1815, τα Παπικά
Κράτη εξαφανίστηκαν από τους χάρτες. Τα κατέλυσαν οι Γάλλοι, που μετά τη δική τους
επανάσταση θέλησαν να αλλάξουν τις ισορροπίες όλης της Ευρώπης. Με απόφαση του
Ναπολέοντα στη θέση τους ιδρύθηκε η «Ρωμαϊκή Δημοκρατία», ο τότε πάπας Πίος ΣΤ’
συνελήφθη και πέθανε στην εξορία.
🔎Τα Παπικά Κράτη επανήλθαν στους χάρτες στο διαβόητο Συνέδριο
της Βιέννης, το 1815. Τότε που οι αυτοκρατορίες μοίρασαν την Ευρώπη, με τη
σύμφωνη γνώμη όλων, επανασυστάθηκε η εξουσία του πάπα, ακριβώς μάλιστα στα
εδάφη που κατείχε πριν. Οι περιοχές ήταν προστατευόμενες κυρίως από γαλλικό
στρατό.
🔎Όταν ξεκίνησε η διαδικασία ενοποίησης της Ιταλίας (το
λεγόμενο Risorgimento)
ο Γκαριμπάλντι προβληματίστηκε πολύ με το τι θα γίνουν τα Παπικά Κράτη. Οι πολεμιστές
του ήταν μεν αποφασισμένοι, πλην όμως όχι τόσο άθρησκοι που να καταλύσουν την
εξουσία του πάπα, ειδικά στα εδάφη γύρω από τη Ρώμη, που θεωρούνταν κατά κάποιο
τρόπο ιερά.
🔎Στη μάχη του Καστελντιφάρντο το Σεπτέμβριο του 1860
πολέμησαν το Βασίλειο της Σαρδηνίας, δηλαδή όσοι επεδίωκαν την ενοποίηση των
ιταλικών κρατών, με τον παπικό στρατό, δηλαδή ουσιαστικά Γάλλους. Οι Σαρδηνοί
επικράτησαν και οι περιοχές της Ούμπρια και της Μάρκε χάθηκαν ολοκληρωτικά για
τον πάπα, που κράτησε πια την περιοχή του Λάτιου, γύρω από τη Ρώμη.
🔎Το τελειωτικό χτύπημα ήλθε το 1870. Κατά τη διεξαγωγή του
Γαλλο-Πρωσικού πολέμου, τα γαλλικά στρατεύματα που βρίσκονταν στο Λάτιο
αναχώρησαν για να προστατέψουν τα γαλλικά εδάφη. Ο ιταλικός στρατός κατέλαβε
όλη την περιοχή και περίμενε διαταγές για να δει τι θα κάνει με τη Ρώμη.
🔎Ο τότε πάπας Πίος Θ’ αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ιταλική
εξουσία. Αποσύρθηκε στην περιοχή του Βατικανού, στο παλάτι του, και δήλωσε «αιχμάλωτος
στο Βατικανό» (Prigionero nel Vaticano).
Πράγματι, από το 1870 ως το 1929, σχεδόν 60 χρόνια, οι πάπες βρίσκονταν αυστηρά
μέσα στα όρια του σημερινού Βατικανού, από το παλάτι στην βασιλική του Αγίου
Πέτρου δηλαδή, και δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με το επίσημο ιταλικό
κράτος.
🔎Το ενοποιημένο πια Βασίλειο της Ιταλίας αναγνώριζε μεν ότι
υπήρχε ζήτημα, το λεγόμενο Questione Romana (Ρωμαϊκό Ζήτημα) και προσπάθησε να το λύσει με νόμους. Πρόσφερε
μέχρι και χρηματική αποζημίωση (!) στον πάπα για την απώλεια των εδαφών, η
οποία δεν έγινε αποδεκτή.
🔎Το ζήτημα το έλυσε ο Μπενίτο Μουσολίνι με τη συνθήκη του
Λατερανού το 1929. Μια συμφωνία μεσοβέζικη, η οποία οδήγησε στο σημερινό
παράδοξο. Η κατοικία του πάπα, το μουσείο, ένα σύνολο βοηθητικών κτιρίων, η βασιλική
του Αγίου Πέτρου με την πλατεία και τους κήπους αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο
κράτος, για να εδραιωθεί η κοσμική εξουσία του πάπα.
🔎Ο πάπας με τη σειρά του αναγνώρισε το Βασίλειο της Ιταλίας
κι έλαβε αποζημίωση 750 εκ. λιρετών σε μετρηρά και 1 δισεκ. λιρέτες σε ιταλικά
κρατικά ομόλογα, για την απώλεια των εδαφών του. Αυτά τα λεφτά μεταφράζονται
σήμερα σε πάνω από 55 δισεκ. ευρώ.
🔎Αυτή η συνθήκη τότε έδωσε (πρόσκαιρα) μεγάλο κύρος στον
Μουσολίνι, που έλυσε ένα χρόνιο ζήτημα και έδειξε την αποφασιστικότητά του. Τροποποιήθηκε
το 1984 με τη Νέα Συμφωνία μεταξύ Ιταλίας και Βατικανού, σύμφωνα με την οποία
στην Ιταλία δεν αναγνωριζόταν πια η ρωμαιοκαθολική θρησκεία ως επίσημη του
κράτους.
🔎Το Βατικανό υπάρχει ως σύμβολο. Δίνει διαβατήριο σε περίπου 500-600 άτομα, σχεδόν αποκλειστικά ιερωμένους και συμμετέχει στον ΟΗΕ ως «κράτος-παρατηρητής». Η ισχύς του, βέβαια, κανονική και παρασκηνιακή, είναι τόσο μεγάλη και προφανής, που είναι περιττό να αναφερθεί κανείς.