Δύο μικρά νησιά, το ένα δίπλα στο άλλο, μέσα στην παγωνιά. Και μια γραμμή, αυθαίρετα τραβηγμένη από τους ανθρώπους, τα χωρίζει σε διαφορετικούς κόσμους. Για δεκαετίες ήταν ένα αδιαπέραστο σύνορο. Η απόσταση μεταξύ τους δεν είναι 3,8 χιλιόμετρα, όπως έχει μετρηθεί, αλλά 21 ολόκληρες ώρες. Τόση είναι η διαφορά, που το ένα νησί λέγεται Νησί του Αύριο (Tomorrow Island) και το άλλο Νησί του Χθες (Yesterday Island).
🔎Την φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο κάπου θα την έχετε
πετύχει, δεν μπορεί. Ακόμα κι αν δεν ασχολείστε με τη γεωγραφία. Είναι
δορυφορική φωτογραφία και δείχνει τα δύο νησιά με το ίδιο όνομα, τον Μεγάλο
Διομήδη που ανήκει στη Ρωσία και τον Μικρό Διομήδη που ανήκει στις ΗΠΑ. Και στη
μέση την Διεθνή Γραμμή Ημερομηνίας (International Date Line), που δημιουργεί αυτό το
απίστευτο: Όταν στο νησί του Μικρού Διομήδη είναι μεσάνυχτα, στον Μεγάλο
Διομήδη είναι 9 το βράδυ της… επόμενης μέρας!
🔎Σκαρφαλωμένα στον απώτατο βορρά του Ειρηνικού, με πολύ δύσκολες συνθήκες λόγω του φοβερού κρύου που κάνει εκεί, τα νησιά άργησαν να ανακαλυφθούν. Οι κάτοικοί τους ήταν πάντα λιγοστοί. Ο πρώτος που ανέφερε την ύπαρξη των νησιών αυτών ήταν Ρώσος εξερευνητής-τυχοδιώκτης, ο Σεμιόν Ντέζνεφ, ήδη από το 1648.
🔎Αυτός, όμως, που τα έβαλε στο χάρτη ήταν ο Βίτους Μπέριγκ, o μεγάλος Δανός εξερευνητής
που δρούσε για λογαριασμό της Ρωσίας και του Μεγάλου Πέτρου. Αν θυμίζει κάτι το
όνομα στους παλιούς, που έμαθαν γεωγραφία από τους άτλαντες, δεν κάνετε λάθος:
Η θάλασσα γύρω από τα νησιά και το πέρασμα στο βορρά, εκεί που πάνε να ενωθούν
η Ασία με την Βόρεια Αμερική, λέγεται Βερίγγειος Πορθμός.
🔎Ο Μπέριγκ, που λέτε, έβαλε πόδι πάνω στα νησιά αυτά στις 16
Αυγούστου 1728, την ημέρα που η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία γιορτάζει τον Άγιο
Διομήδη. Οπότε, τι πιο βολικό από το να τα ονομάσει έτσι; Βεβαίως οι ιθαγενείς
Ινουπιάτ συνέχισαν να τα ονομάζουν αλλιώς στη δική τους γλώσσα, ενώ και στους
ρωσικούς και αμερικανικούς χάρτες αργότερα εμφανίστηκαν με άλλα ονόματα. Αν
μπείτε τώρα στο Google Maps και ζουμάρετε εκεί, θα δείτε ότι ο Μεγάλος Διομήδης
αναφέρεται στα ρωσικά ως Νησί Γκβόζντεφ. Κι αυτό, επειδή τέσσερα χρόνια μετά
τον Μπέριγκ, ένας άλλος Ρώσος εξερευνητής, ο Μιχαήλ Γκβόζντεφ, τα’ βαλε στο
σωστό σημείο του χάρτη, με γεωγραφικό μήκος και πλάτος.
🔎Από εκείνη τη χρονιά, το 1732, ξεκίνησε η επέκταση της Ρωσίας
στις ακτές της Αλάσκας. Με υποτυπώδεις οικισμούς, στους οποίους ξεχειμώνιαζαν
κυνηγοί αρκούδων, ταράνδων και φαλαινών. Ο ίδιος ο Μπέριγκ θεωρητικά «κατέκτησε»
όλη αυτή την παγωμένη περιοχή (που σήμερα τη γνωρίζουμε ως Αλάσκα) για το όνομα
της Ρωσίας. Και το 1799 ο τότε Ρώσος τσάρος Παύλος Α’ καθόρισε τα σύνορά της με
διάταγμα, ειδοποίησε δηλαδή τις άλλες χώρες ότι τα σύνορα της αυτοκρατορίας του
φτάνουν μέχρι τον 55ο παράλληλο και «δημιούργησε» την λεγόμενη
Ρωσο-Αμερικανική Εταιρεία, η οποία είχε σκοπό να εκμεταλλευθεί ό,τι ήταν εκμεταλλεύσιμο
σ’ εκείνη τη γη.
🔎Τις επόμενες δεκαετίες, βέβαια, οι Ρώσοι κατάλαβαν ότι εκτός
από γούνες ο τόπος εκείνος δεν είχε να τους προσφέρει τίποτε άλλο. Τουλάχιστον
έτσι νόμιζαν. Από τη στιγμή, λοιπόν, που απέκτησαν σύνορα με τη βρετανική
αυτοκρατορία (μέσω του τότε βρετανικού Καναδά και της δικής τους ημι-κρατικής
Εταιρείας του Κόλπου Χάντσον, που επεκτεινόταν περισσότερο στα δυτικά),
ξεκίνησε ένας προβληματισμός. Τι θα γινόταν αν οι Βρετανοί έκαναν αιφνιδιαστική
επίθεση εκεί; Δεν υπήρχαν ούτε οχυρά, ούτε τόσες στρατιωτικές δυνάμεις για να
προστατέψουν την περιοχή.
🔎Οπότε οι Ρώσοι άρχισαν να σκέφτονται σοβαρά να πουλήσουν την
περιοχή. Το αποφάσισε τελεσίδικα ο τσάρος Αλέξανδρος Β’ το 1867. Σε ποιους, όμως;
Οι Βρετανοί δεν ενδιαφέρονταν, είχαν τα δικά τους συμφέροντα. Οι Αμερικανοί;
Μόλις είχαν βγει από έναν εμφύλιο πόλεμο. Δεν τους έπαιρνε για μεγάλα έξοδα,
για να αγοράσουν μια παγωμένη περιοχή, χωρίς ίχνος οικονομικής εκμετάλλευσης
(έτσι νόμιζαν).
🔎Ο τότε υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ Ουίλιαμ Σιούαρντ ανέλαβε τις
διαπραγματεύσεις από αμερικανικής πλευράς. Σύντομα κατάλαβε ότι οι Ρώσοι ήθελαν
να απαλλαγούν από την περιοχή, οπότε πρόσφερε μια εξευτελιστική τιμή: 36 σεντ
το εκτάριο. Σύνολο, δηλαδή, 7,2 εκατομμύρια δολάρια της εποχής για μια έκταση
12 φορές όσο είναι η Ελλάδα (σε σημερινές τιμές τα τότε δολάρια «υπολογίζονται»
σε 157 εκ. δολάρια. Και πάλι τζάμπα ήταν).
🔎Η συμφωνία έκλεισε και υπογράφηκε στις 30 Μαρτίου 1867. Η
αμερικανική κοινή γνώμη, που δεν είχε ιδέα τι γινόταν, το πληροφορήθηκε κάποιες
εβδομάδες αργότερα κι αντέδρασε με αγανάκτηση. Τόσα λεφτά για ένα παγόβουνο;
Επί δεκαετίες η αγοραπωλησία αυτή γραφόταν στις εφημερίδες σαν «Seward’s Folly», δηλαδή «Η Ανοησία του
Σιούαρντ»! Να ζημιώσει το αμερικανικό δημόσιό με τόσα λεφτά για μια άγονη και
άχρηστη γη.
🔎(Βεβαίως αργότερα, το 1896, όταν ανακαλύφθηκαν τεράστια
κοιτάσματα χρυσού στο Κλοντάικ, και γεωπολιτικά η Αλάσκα αναβαθμίστηκε σε
περιοχή-φιλέτο, λόγω της γειτνίασης με την ΕΣΣΔ, η αγορά της Αλάσκα μπιρ παρά
αποδείχτηκε τεράστια κίνηση. Η οποία, πάντως, ήταν περισσότερο θέμα τύχης ή
ατυχίας, μάλλον αβλεψίας των Ρώσων, παρά πονηριάς των Αμερικανών).
🔎Σ’ αυτή τη συμφωνία του 1867 κρύβεται και ο διαχωρισμός
αυτών των νησιών, που μέχρι τότε αντιμετωπίζονταν ενιαία. Οι Ρώσοι επέμειναν να
κρατήσουν τον Μεγάλο Διομήδη, για λόγους ασφάλειας.
🔎Τι σκέφτηκαν; Ότι αν έπιανε τρέλα κάποια στιγμή τους Αμερικανούς
ή τους Άγλλους να εισβάλλουν στη Σιβηρία, οι δικοί τους θα το έπαιρναν χαμπάρι
εβδομάδες αργότερα, μπορεί και μήνες, αφού οι περιοχές εκεί είναι εξαιρετικά
αραιοκατοικημένες. Οπότε σκέφτηκαν να κρατήσουν το νησί εκεί σαν παρατηρητήριο.
Οι Ρώσοι στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί είχαν μοναδική αποστολή να ειδοποιήσουν
την ενδοχώρα για ασυνήθιστη ναυτική δραστηριότητα.
🔎Μάλιστα, ένα από τα πρώτα τηλεγραφικά καλώδια που
εγκαταστάθηκαν ποτέ στη Σιβηρία ξεκινούσε από τον Μεγάλο Διομήδη και κατέληγε
στο παραθαλάσσιο χωριό Ναουκάν της ενδοχώρας, όπου επίσης υπήρχε μια ρωσική
στρατιωτική φρουρά.
🔎Έτσι, λοιπόν, ο Μεγάλος Διομήδης έμεινε ρωσικός και ο Μικρός
Διομήδης πουλήθηκε στις ΗΠΑ. Το σύνορο των δύο χωρών περνούσε ανάμεσά τους.
🔎Όσο οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν καλές, τα νησιά αφέθηκαν
στην τύχη τους και οι κάτοικοί τους ταξίδευαν ελεύθερα αναμεταξύ τους, χωρίς να
νοιάζονται για τα σύνορα. Τα πράγματα, βέβαια, άρχισαν να σοβαρεύουν μετά την
ανακήρυξη της ΕΣΣΔ και κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την λεγόμενη περίοδο
του Ψυχρού Πολέμου. Τότε η περιοχή ονομάστηκε «Παγωμένο Παραπέτασμα», για να
ξεχωρίζει από το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» της Ευρώπης…
🔎Οι Σοβιετικοί αποφάσισαν να μετατρέψουν ολόκληρο τον Μεγάλο Διομήδη σε στρατιωτική βάση, με ναυτική φρουρά και τεράστια ραντάρ παρακολούθησης. Το 1948 με «διάταγμα» οι κάτοικοι του νησιού αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν από τις εστίες τους και να μετακομίσουν στην ενδοχώρα, όπου διασκορπίστηκαν και δεν έμεινε κανένας τους.
🔎Και στον Μικρό Διομήδη, τον
αμερικανικό, τοποθετήθηκε στρατιωτική φρουρά, όμως οι αρχές επέτρεψαν στις
λίγες δεκάδες των κατοίκων να παραμείνουν στο μοναδικό χωριό τους, στην
ανατολική πλευρά του νησιού (η βάση με τα ραντάρ δημιουργήθηκε στο δυτικό
άκρο).
🔎Τους χειμωνιάτικους μήνες, με τις ακραίες θερμοκρασίες, η
θάλασσα γύρω από τα νησιά παγώνει τελείως. Θεωρητικά, λοιπόν, ήταν πιθανό να
περπατήσει κάποιος από τις ΗΠΑ στην ΕΣΣΔ! Βεβαίως ήταν απαγορευμένο διά ροπάλου
και στις δύο χώρες. Επισήμως δεν έχει καταγραφεί κανένα τέτοιο περιστατικό, με
ιθαγενή ή άλλον να το προσπαθεί.
🔎Η πρώτη που το έκανε, κι έδωσε μάλιστα και μεγάλη δημοσιότητα, ήταν η Λιν Κοξ. Η πασίγνωστη Αμερικανίδα κολυμβήτρια μεγάλων αποστάσεων (είχε διανύσει το στενό της Μάγχης και είχε κολυμπήσει γύρω από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, ανάμεσα στ’ άλλα) αποφάσισε το 1987 να κάνει τη συμβολική κίνηση, να κολυμπήσει από τον Μικρό Διομήδη στον Μεγάλο Διομήδη. Η Σοβιετική ηγεσία του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ειδοποιήθηκε και απάντησε ότι δεν έχει πρόβλημα.
🔎Όντως, στις 7
Αυγούστου 1987 η Κοξ χρειάστηκε δύο ώρες και έξι λεπτά για να διανύσει την
απόσταση των 3,8 χιλιομέτρων, πριν γίνει δεκτή με χειροκροτήματα και πολλή
βότκα από τους Ρώσους στρατιώτες. Στο επίτευγμα αυτό αναφέρθηκαν λίγους μήνες
αργότερα οι Ρίγκαν-Γκορμπατσόφ σε μια συνάντησή τους.
🔎Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ τα πράγματα ηρέμησαν. Στον Μεγάλο
Διομήδη η στρατιωτική βάση έκλεισε για κάποια χρόνια, μετά άνοιξε πάλι επί
Πούτιν, αλλά αποτελείται πια από ένα μικρό φυλάκιο. Και η αμερικανική βάση έχει
συρρικνωθεί κατά πολύ, όπως και ο γηγενής πληθυσμός. Σύμφωνα με την απογραφή
του 2020 έχουν μείνει 77 κάτοικοι. Το 2000 εκεί έμεναν 170 Ινουπιάτ. Στο χωριό
σήμερα υπάρχει σχολείο, ταχυδρομικό γραφείο και ένα μαγαζί γενικού εμπορίου,
που πουλάει βέβαια τα πάντα.
No comments:
Post a Comment